ΟΜΙΛΙΑ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΣΤΟ
GREECE INVESTMENT FORUM: MOVING FORWARD ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ Η INTERNATIONAL HERALD TRIBUNE
Αυτό που συμβαίνει τα τρία τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια οξεία δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κρίση. Κάτι πολύ περισσότερο από μια κρίση του μοντέλου ανάπτυξης των σαράντα τελευταίων ετών.
Η πατρίδα μας κλήθηκε ξαφνικά και ενώ ήταν τελείως απροετοίμαστη, να αντιμετωπίσει μια συνολική διαρθρωτική κρίση, την ταυτόχρονη κρίση όλων των συστημάτων που συγκροτούν το κράτος, την κοινωνία, την οικονομία.
Αναφέρομαι στη δημοσιονομική διαχείριση, το φορολογικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση, τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το τραπεζικό και γενικότερα το χρηματοοικονομικό σύστημα, την λειτουργία της αγοράς και τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, το συμφυρμό μιας ατελούς επιχειρηματικότητας και των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, τις προνοιακές δομές και όλες τις επιμέρους λειτουργίες του κοινωνικού κράτους, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα αναπτυξιακά αντανακλαστικά των τοπικών κοινωνιών, τα συνδικάτα και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, την αγορά εργασίας, τη συλλογική αυτονομία και το διάλογο των κοινωνικών εταίρων, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και το δημόσιο λόγο των διανοουμένων, το σύστημα επικοινωνίας και ενημέρωσης κ.ο.κ.
Πρωτίστως βεβαίως αναφέρομαι στο πολιτικό σύστημα της χώρας, όχι μόνο στα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό, αλλά και στο ίδιο το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και του κράτους δικαίου η ποιότητα των οποίων εξαρτάται από το πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη.
Ταυτοχρόνως, η Ελλάδα κλήθηκε να ξαναγνωριστεί με τους εταίρους της μέσα στη ζώνη του ευρώ που δέκα χρόνια μετά την ένταξη της χώρας μας «ανακάλυψαν» ότι αυτή είναι μια ειδική ή μοναδική περίπτωση κράτους-μέλους με πολύ υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, μη διαχειρίσιμο χρέος και μειωμένη ανταγωνιστικότητα που αποτυπώνεται στο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Τα τελευταία τρία χρόνια είναι σχεδόν όλοι πεπεισμένοι διεθνώς ότι αυτά προέκυψαν και οι εταίροι μας τα πληροφορήθηκαν το 2009.
Δεν είναι όμως έτσι. Η τότε ελληνική κυβέρνηση το αργότερο το 2008, όταν όλα όσα αφορούσαν την παγκόσμια κρίση είχαν γίνει γνωστά σε όλους, έπρεπε να κηρύξει εθνικό συναγερμό και να λάβει τα αναγκαία μέτρα που τότε θα ήσαν ήπια και ανεκτά. Ούτε όμως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι εταίροι μας μας προειδοποίησαν εγκαίρως με την ένταση και την αμεσότητα με την όποια μιλούν τώρα για την Ελλάδα, στέλνοντας διαρκώς αρνητικά ή στην καλύτερη περίπτωση αμφίσημα μηνύματα που ανακυκλώνουν την αβεβαιότητα.
Στις αρχές του 2010 υπήρχε κρίση ελλείμματος, κρίση χρέους και δανεισμού, κρίση νευρικότητας δημοσιονομικής, χρηματοοικονομικής και πολιτικής, αίσθηση υπαρξιακού κινδύνου. Και στην Ευρωζώνη υπήρχε έλλειμμα αποφασιστικότητας, διορατικότητας και μηχανισμών.
Θα έρθει η ώρα της αποτίμησης για την περίοδο εκείνη, που αρχίζει κατά τη γνώμη μου στις αρχές του 2008 και φτάνει το Μάιο του 2010. Είναι όμως προφανές ότι τα θεμελιώδη προβλήματα ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την κρίση και αντιδρά ο σκληρός πυρήνας κρατών και θεσμών που διοικεί ουσιαστικά την ευρωζώνη εξακολουθούν να είναι πάντα τα ίδια. Το βλέπουμε μπροστά μας και τώρα, τρία χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησε η μεγάλη συμφωνία του περασμένου Φεβρουαρίου.
Αν το κριτήριο είναι τι θα προκαλούσε λιγότερες συνέπειες από πλευράς ύφεσης, ανεργίας, μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, προστασίας των καταθέσεων και των ακινήτων περιουσιών και γενικότερα του ζωής των Ελλήνων, η απάντηση είναι σχετικά εύκολη και εξαιρετικά δυσάρεστη. Η χώρα είχε περιέλθει σε μια κατάσταση που την ανάγκαζε να κινηθεί με βάση την αρχή «το μη χείρον βέλτιστον». Μια μονομερής παύση πληρωμών και μια μονομερής αναδιάρθρωση του χρέους θα είχε συνέπειες χειρότερες συνολικά από ένα ατελές πρόγραμμα στήριξης με προφανώς υπεραισιόδοξες παραδοχές και σχεδιαστικά προβλήματα οφειλόμενα στις εμμονές των θεσμικών εταίρων μας, ενώ εμείς ως χώρα είχαμε φτάσει ταμειακά σε οριακό σημείο και αγωνιούσαμε.
Μια άμεση ισοσκέλιση της πρωτογενούς διαχείρισης στα τέλη του 2009 ή τις αρχές του 2010 θα ήταν περισσότερο επώδυνη από τη μυωπική υποχρέωση που μας επέβαλαν να μειώσουμε τόσο γρήγορα το έλλειμμα χωρίς παρέμβαση στο χρέος εφαρμόζοντας μια αναγκαστική προκυκλική πολιτική μείωσης ελλειμμάτων παράλληλα με πολυετή σωρευτική ύφεση που γινόταν πάντα βαθύτερη της προβλεπόμενης.
Οι ιδέες κυβερνούν το κόσμο και τόσο στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης όσο και στις λεγόμενες αγορές κυριαρχεί μια αντίληψη που καταλήγει σε προκυκλικές πολιτικές για τις χώρες που δεν εφάρμοσαν εγκαίρως αντικυκλικές πολιτικές μείωσης των ελλειμμάτων την περίοδο των υψηλών θετικών ρυθμών ανάπτυξης.
Υποστήριξη, προσαρμογή και τιμωρία κάπου δυστυχώς συμπλέκονται.
Αυτό που προσπάθησα και προσωπικά να κάνω μετά τον Ιούνιο του 2011 αποτυπώνεται στο δεύτερο πρόγραμμα και στις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ πρώτου και δεύτερου προγράμματος: πολύ μεγαλύτερο δάνειο, για πολύ μεγαλύτερο χρόνο, με πολύ μικρότερα επιτόκια μαζί με δραστική εθελοντική μείωση του χρέους και πρόβλεψη για διασφάλιση της βιωσιμότητας του.
Όμως, πρέπει να είμαστε όλοι ειλικρινείς και δίκαιοι. Παρότι οι προσωπικές μου απόψεις ήταν σε κρίσιμα σημεία διαφορετικές από αυτά που έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2010, χωρίς το πρώτο πρόγραμμα, παρά τα μεγάλα σχεδιαστικά του προβλήματα, δεν ξέρω αν θα είχαμε φτάσει στο δεύτερο.
Βασικό δε στοιχείο του δεύτερου προγράμματος είναι το ότι προβλέπει το ίδιο μηχανισμούς βελτίωσης και συμπλήρωσης -όπως η ρήτρα παράτασης σε περίπτωση βαθύτερης ύφεσης- που επιτρέπουν στην Ελλάδα να ολοκληρώσει ομαλά την δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή και να ξαναβγεί στις αγορές ως κανονικό ξανά κράτος μέλος της Ευρωζώνης.
Το θέμα είναι η υπάρχουσα δανειακή σύμβαση να αναθεωρηθεί προς το καλύτερο ή έστω να εφαρμοστεί. Όχι όμως να αναθεωρηθεί προς το χειρότερο.
Δυστυχώς, η εμμονή για εκλογές αμέσως μετά τη σύναψη της δεύτερης σύμβασης που έθεσε τη χώρα σε προεκλογική τροχιά από το Νοέμβριο του 2011 και η διεξαγωγή δυο αλλεπάλληλων εκλογών, σε συνδυασμό με την μόνιμη αποτυχία των μακροοικονομικών προβλέψεων της τρόικας ως προς την ύφεση, είχε ως αποτέλεσμα να διεκδικούμε επί μήνες τώρα την επόμενη δόση των 31.5 δισ. ευρώ (ενώ μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου πήραμε 75 δισ. ευρώ) και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εξόδου από τη κρίση, δηλαδή τα ήδη προβλεπόμενα στην δεύτερη και ισχύουσα δανειακή σύμβαση.
Είχα θέσει προεκλογικά το ζήτημα της αναθεώρηση της σύμβασης και της παράτασης της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής, γιατί αυτά προβλέπονται ρητά στην Σύμβαση σε περίπτωση βαθύτερης ύφεσης. Είχα θέσει προεκλογικά την ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων ώστε να διασφαλισθεί και πάλι η βιωσιμότητα του χρέους που επιτεύχθηκε το Φεβρουάριο-Μάρτιο, αλλά υπομονεύθηκε στη συνέχεια από τη βαθύτερη της προσληφθείσας ύφεση, χωρίς να προκαλούνται ζητήματα με το γερμανικό ή οποιοδήποτε άλλο κοινοβούλιο και χωρίς πρόσθετο δάνειο. Αλλά με άλλους τρόπους, τεχνικά εφικτούς με λίγη καλή πολιτική διάθεση από τους εταίρους μας: επαναγορά χρέους στη δευτερογενή αγορά (τώρα το λένε υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΚΤ), απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το EFSF σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μεταφορά στην Ελλάδα των κερδών της ΕΚΤ από το χαρτοφυλάκιο SMP ,όπως έγινε το Φεβρουάριο με τα κέρδη της από το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο ANFA.
Συμφωνήσαμε τελικά στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού, αποδεχόμενοι την προτίμηση του Πρωθυπουργού, να εξειδικεύσουμε τη δέσμη των δημοσιονομικών μέτρων ύψους 11.5 δισ. ευρώ, πριν θέσουμε το ζήτημα του συνολικού πλαισίου, με τη σκέψη ότι αυτό ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας. Άρα θα μας επέτρεπε να ζητήσουμε πιο πειστικά και να πάρουμε την παράταση. Γιατί θέλαμε με την παράταση τα μέτρα να απλωθούν σε τέσσερα χρόνια, να τροφοδοτήσουν λιγότερο την ύφεση και να υπάρχει η πιθανότητα περικοπές δαπανών και κυρίως μισθών και συντάξεων να αντικατασταθούν από τις καλύτερες αποδόσεις της οικονομίας και άρα των εσόδων λόγω θετικών ρυθμών ανάπτυξης.
Λέγαμε βεβαίως πάντα ότι τα 11.5 δισ. ευρώ αποκτούν νόημα μέσα σε μια μακροοικονομική εξίσωση που με 4.5 % πρωτογενές πλεόνασμα και 2.6% θετικό ρυθμό ανάπτυξης δίνει βιώσιμο χρέος το 2020 στο επίπεδο του 120 %.
Όλα παραπέμφθηκαν στη έκθεση της τρόικας που τώρα ελπίζουμε, μετά από τρεισήμισι μήνες συζητήσεων, να υποβληθεί. Το πακέτο των δημοσιονομικών μέτρων αυξήθηκε σημαντικά -τώρα μιλάμε για 14,5 δισ. ευρώ- και προς το παρόν είναι έντονα εμπροσθοβαρές, η ρήτρα αντικατάστασης τίθεται αμφίδρομα και κυρίως ως πιθανότητα επιπλέον μέτρων το 2015 και 2016, ενώ η βιωσιμότητα του χρέους εκκρεμεί ακόμη με οξύ τρόπο στις συζητήσεις μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ.
Η πάγια συγκαταβατική δήλωση των εταίρων μας πως «περιμένουμε την έκθεση της τρόικας» δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση που πρέπει να συμφωνηθεί μεταξύ όλων των κρίσιμων παραγόντων του συστήματος και τεχνικά βεβαίως, αλλά και πολιτικά.
Η μόνιμη επωδός των εταίρων μας πως «θέλουμε την Ελλάδα στο ευρώ αρκεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της», κρατά ανοικτή την εκκρεμότητα μέχρι το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή πάντα θα υπάρχει το ενδεχόμενο η Ελλάδα να μην εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις της. Αυτό, όμως, διατηρεί πάντα πολύ υψηλά τον νομισματικό και επενδυτικό κίνδυνο της χώρας. Αποτρέπει τις επενδύσεις, ενθαρρύνει την αποεπένδυση, δυσκολεύει τη συγκρότηση μιας καλής αγοράς για τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που άρχισε τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2012 δεν έχει ολοκληρωθεί. Αντί να υποβοηθηθεί η ρευστότητα, όπως προβλέπει η υφιστάμενη δανειακή σύμβαση, το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της απόφασης της ΕΚΤ να μειώσει ουσιαστικά την έκθεσή της στην Ελλάδα, μεταφέροντας τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών στον μηχανισμό ELA της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ρευστότητα παραμένει το μεγάλο θέμα. Η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική και αφορά μόνο ρυθμίσεις παλαιών δανείων στην πραγματικότητα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όλων των κατηγοριών αυξάνονται με ταχύ ρυθμό.
Η πραγματική οικονομία έχει φτάσει στα όρια της αντοχής της σε πολλούς κλάδους. Η Ελλάδα καλύπτει το 3% μόλις του δημοσίου χρέους και το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Είναι πολύ μικρό μέρος του συνολικού ευρωπαϊκού προβλήματος. Είναι ζήτημα αυτοπροστασίας, διορατικότητας και αξιοπιστίας για την ευρωζώνη το να λύσει το ελληνικό ζήτημα. Όχι κάνοντας χάρες και εκπτώσεις, αλλά διαμορφώνοντας ένα εφαρμόσιμο κι βιώσιμο πλαίσιο που στέλνει θετικά μηνύματα και στην κοινωνία και στη διεθνή αγορά.
Η Ελλάδα υφίσταται περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τις συνέπειες μιας σκληρής προκυκλικής πολιτικής μεγάλης και γρήγορης μείωσης ελλειμμάτων, ενώ υπάρχει πολυετής σωρευτική ύφεση που θα φτάσει το 26 % στο τέλος της προσαρμογής, με ανεργία ήδη στο 24% και για τις νέες ηλικίες στο 55%. Μιλάμε για συγκλονιστικούς αριθμούς.
Η Ελλάδα, υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφερε μια πρωτοφανή ιστορικά δημοσιονομική προσαρμογή που σε όρους πρωτογενούς ελλείμματος ξεπερνά τις 12 μονάδες του ΑΕΠ σε δυόμιση χρόνια. Το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές έλλειμμα έχει μηδενιστεί. Ελήφθησαν, όμως, δημοσιονομικά μέτρα, περικοπές δαπανών και αυξήσει φόρων που ξεπερνούν το 25 % του ΑΕΠ. Και με το νέο πακέτο θα ξεπεράσουν το 34% του ΑΕΠ.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό είναι πολύ μεγάλες. Έχει αλλάξει η αγορά εργασίας. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε αισθητά. Η ανταγωνιστικότητα, όταν μετράται με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, βελτιώθηκε επίσης κατά τα δυο τρίτα.
Οι τιμές όμως ανθίστανται και άλλοι συντελεστές του κόστους παραγωγής, όπως η ενέργεια, παραμένουν ακριβοί λόγω αγκυλώσεων, αλλά και υψηλής φορολογίας που οφείλεται στη πίεση των εταίρων για γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή.
Το να εστιάζεται συνεπώς και πάλι η συζήτηση στις εργασιακές σχέσεις και το κόστος εργασίας είναι μια εμμονή που δεν βλέπει τα πραγματικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Η δέσμη, πάντως, εργατικών μέτρων του Μαρτίου δεν μείωσε την ανεργία. Ίσως να συγκράτησε κάπως τους ρυθμούς αύξησής της. Αλλά πάντως η ανεργία αυξήθηκε συνολικά.
Η Ελλάδα δεν είναι τριτοκοσμική χώρα. Είναι μέλος της Ευρωζώνης και εντεταγμένη σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αλλά είναι πρωτίστως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ισχύει άρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεν θα διασφαλισθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας εκτός ευρωπαϊκών προδιαγραφών και εκτός της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.
Τα αρνητικά στερεότυπα για την Ελλάδα που αναπαράγονται διεθνώς με μεγάλη ευκολία αδικούν τις θυσίες του λαού μας και υπονομεύουν την Ευρωζώνη συνολικά, όχι μόνο την Ελλάδα.
Η κοινωνία νοιώθει ανασφαλής. Η συνοχή της έχει διαρραγεί. Ο κίνδυνος του εκφασισμού μεγάλων στρωμάτων είναι πρόδηλος. Στον δημόσιο βίο κυριαρχεί η καχυποψία, η συνωμοσιολογία, η δημαγωγία, η ισοπέδωση.
Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε μόνο του το βάρος της διαχείρισης της κρίσης έως το σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου. Δεν θέλω να θυμηθώ σήμερα ειδικά την καμπύλη της στάσης άλλων κομμάτων.
Τώρα μάλιστα φτάσαμε στο σημείο κάποιοι να λένε στο ΠΑΣΟΚ ότι δεν δικαιούται καν να καταλαβαίνει και να λέει, όπως έχει καθήκον, τι συμβαίνει στην Ευρώπη και τι πρέπει να κάνει η χώρα για να σταματήσει οριστικά η ανατροφοδότηση της εκκρεμότητας που σκοτώνει την πραγματική οικονομία.
Πριν τις εκλογές μας ασκούσαν κριτική με πάθος από σκοπιά αντιμνημονιακή. Τώρα μας ασκούν κάποιοι, με ανιστόρητο και αφελή τρόπο, και κριτική από σκοπιά φιλομνημονιακή. Ενώ εμείς απλώς λέμε με υπεύθυνο και ολοκληρωμένο τρόπο ποια είναι η πρόταση εξόδου από την κρίση, με την Ελλάδα πραγματικά μέσα στο ευρώ.
Περιορίζομαι σε αυτές τις σύντομες αναφορές, γιατί η σημερινή ημέρα είναι κρίσιμη για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα.
Στηρίζουμε σθεναρά και ουσιαστικά την κυβέρνηση στην προσπάθειά της.
Θέλουμε να υπάρχει πάντα ένα στέρεο εθνικό μέτωπο και μας λυπεί η άγονη και αντιφατική στάση της αντιπολίτευσης που διαλέγει να οχυρωθεί πίσω από την ευθύνη που έχει θεσμικά η εκάστοτε κυβέρνηση για την διαχείριση της κρίσης.
Εμείς θέλουμε περισσότερο από όλους την επιτυχία αυτής της κυβέρνησης. Η αλλαγή του κλίματος και η πραγματική προοπτική εξόδου από την κρίση θα είναι δικαίωση των προσπαθειών και του τεράστιου πολιτικού και συναισθηματικού κόστους που καταβάλαμε και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε ως παράταξη και ως ομάδα πολιτικών στελεχών.
Προσωπικά, έκανα και κάνω μια τεράστια προσπάθεια μπαίνοντας τον Ιούνιο του 2011 και μένοντας στη φωτιά της κρίσης για λόγους εθνικού, πρωτίστως, και παραταξιακού καθήκοντος.
Με αυτήν την αίσθηση καθήκοντος θα κινηθεί και τώρα το ΠΑΣΟΚ. Θέλουμε όμως οι δύσκολες αποφάσεις, με το τεράστιο κόστος τους, να έχουν τουλάχιστον εθνικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό αντίκρισμα. Να βγάλουν πράγματι τη χώρα από τη κρίση, την ύφεση, την απαισιοδοξία. Υπάρχει κανείς που διαφωνεί με την προσέγγιση αυτή; Ελπίζω όχι.
Το ΠΑΣΟΚ σηκώνει και μετά τις εκλογές ένα τεράστιο βάρος ευθύνης στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, με στόχο η Ελλάδα να ξαναγίνει ουσιαστικά ισότιμη μέσα στην Ευρώπη και η ελληνική κοινωνία να ξαναβρεί τη συνοχή, την αισιοδοξία και την προοπτική της. Ο τόπος χρειάζεται τις προτάσεις, την εμπειρία, τις διεθνείς επαφές του ΠΑΣΟΚ. Όχι λόγω παρελθόντος, αλλά λόγω της σημασίας που έχει για το μέλλον η θέση της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Ο ελληνικός λαός περιμένει από κάπου να πιαστεί. Θέλει προοπτική. Περιμένει να δει κάποιο, έστω μικρό, φως στον ορίζοντα. Άλλωστε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος ρεαλιστικός και ασφαλής. Δεν υπάρχει εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική πέραν της συμβολής των ευρωπαίων σοσιαλιστών και της συνεργασίας των χωρών του εν ευρεία εννοία ευρωπαϊκού Νότου που ζουν την ίδια εμπειρία με διάφορα φάσης και αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα απλώς προηγείται χρονικά και δεν είναι ο αποσυνάγωγος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Είχα την ευκαιρία να αναλάβω μαζί με τους ομολόγους μου των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, μια πρωτοβουλία για τα θέματα αυτά, με την οποία μας δήλωσε ότι θα συνεργαστεί και η νέα ηγεσία του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην προχθεσινή μας συνάντηση στο Παρίσι με τον κ. Desir.
Πρέπει συνεπώς η παρατεταμένη εκκρεμότητα των συζητήσεων με την τρόικα να κλείσει το ταχύτερο και η περιβόητη δόση των 31.5 δισ. ευρώ να εκταμιευθεί εγκαίρως και πλήρως. Οι συζητήσεις όμως δεν πρέπει να κλείσουν άμεσα, όχι όμως όπως-όπως και όσο-όσο.
Η καθυστέρηση λειτουργεί εξαιρετικά αρνητικά για την πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις, τις προοπτικές των ανέργων, την ασφάλεια των εργαζομένων. Λειτουργεί αρνητικά για τη διεθνή εικόνα της χώρας, για την προοπτική επενδύσεων και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Η καθυστέρηση εντείνει τις ταμειακές πιέσεις και μειώνει την ισχύ της μακροοικονομικής λογικής. Και όσο εντείνονται οι ταμειακές πιέσεις μειώνεται η ισχύς της μακροοικονομικής λογικής.
Χωρίς όμως ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο οριστικής εξόδου από την κρίση, δεν θα αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Μέσα στο ολοκληρωμένο αυτό πλαίσιο το πακέτο των δημοσιονομικών μέτρων πρέπει επιτέλους να οριστικοποιηθεί ως προς το συνολικό του ύψος και ως προς την κατανομή σε δυο μεγάλες κατηγορίες: αφενός μεν μισθοί, συντάξεις και επιδόματα, αφετέρου δε δαπάνες σχετικές με τη λειτουργία του κράτους.
Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλισθεί στο εσωτερικό της πρώτης κατηγορίας ο μη οριζόντιος, ο αναλογικός και δίκαιος χαρακτήρας της συνεισφοράς κάθε ομάδας πολιτών, λαμβανομένων υπόψη και των έως τώρα θυσιών. Το ίδιο κριτήριο ισχύει και για τα φορολογικού χαρακτήρα μέτρα που ενισχύουν τα έσοδα. Δεν μπορεί προφανώς τα επιμέρους μέτρα να είναι εξοντωτικά, ισοπεδωτικά ή εκτός της πραγματικότητας της αγοράς.
Η συμφωνία για την παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να επιτρέψει την κατανομή των μέτρων στο εσωτερικό της περιόδου, έτσι ώστε να μην ανατροφοδοτείται η ύφεση. Άλλο είναι όμως η πραγματική παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής, που προβλέπεται στην υφιστάμενη δανειακή σύμβαση και άλλο οι διευθετήσεις που είναι αναγκαίες για την περίοδο μετά το πρόγραμμα και έως την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές, με βάση τις λήξεις ομολόγων ή άλλες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας έναντι των θεσμικών της εταίρων.
Πάντα ξέραμε ότι και μετά τη λήξη του προγράμματος, είτε το 2012, είτε το 2014, είτε το 2016, δεν θα έχουμε αυτόματη επάνοδο στις αγορές, αλλά χρειάζεται κάλυψη της Ελλάδας από τους εταίρους της και για την περίοδο μετά, έως την επάνοδο στις αγορές. Κάποιοι από τους διεθνείς συνομιλητές μας κάνουν τώρα πως δεν καταλαβαίνουν τη διάφορα και ονομάζουν «παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής» τους διακανονισμούς ουσιαστικά για τη μετά την προσαρμογή περίοδο.
Η ουσιαστική παράταση θα επιτρέψει να λειτουργήσει πραγματική ρήτρα αντικατάστασης, όχι ως απειλή για περισσότερα μέτρα τέτοιου είδους μέχρι το τέλος του 2016.
Έχουμε συμφωνήσει στο εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας πως είναι αναγκαίο να μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον ελληνικό λαό ότι αυτό είναι πράγματι το τελευταίο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων τέτοιου είδους.
Και βέβαια είναι ζωτικής σημασίας να παρουσιάσουμε ταυτοχρόνως δυο αξιόπιστα αντίρροπα πακέτα: ένα κοινωνικό με αιχμή την απόλυτη φτώχεια και την ανεργία των νέων με πλήρη αξιοποίηση των πόρων του κοινωνικού ταμείου και ένα αναπτυξιακό με αιχμή την άμεση και πλήρη αξιοποίηση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, των δυνατοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και συγκεκριμένων και πρακτικών διμερών πρωτοβουλιών με χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Είμαστε αποφασισμένοι να συμβάλουμε στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται τη στήριξη της κοινωνίας στο όνομα του γενικού συμφέροντος, εναντίον κάθε συντεχνιακής λογικής και κάθε αδράνειας.
Αυτές είναι άλλωστε οι βασικές δημοσιονομικές και διαρθρωτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης που ξεκινά από το νέο εθνικό παραγωγικό μοντέλο και φτάνει στη ριζική αλλαγή του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, την ολική αναθεώρηση του Συντάγματος και την αλλαγή των όρων διεξαγωγής του πολιτικού ανταγωνισμού, όχι στη βάση του παλιού και μη υφιστάμενου πλέον δικομματισμού, αλλά στη βάση μιας νέας κουλτούρας συνεργασίας.
Αν όμως δεν κλείσουν οι θεμελιώδεις εκκρεμότητες, αν δεν σταλεί καθαρό μήνυμα για την αλλαγή της κατάστασης και τη δραστική μείωση του λεγομένου «ελληνικού ρίσκου» τόσο προς την ελληνική κοινωνία όσο και προς τις διεθνείς αγορές, όλα τα άλλα θα θεωρούνται απλώς λόγια. -
*****************
Απαντήσεις σε ερωτήσεις της συντονίστριας Lise Alderman, αρχισυντάκτρια οικονομικού ρεπορτάζ της International Herald Tribune
Ερώτηση: Κάποια στιγμή θα λάβει η Ελλάδα τη δόση των 31,5 δισ. ευρώ. Το ερώτημα είναι λοιπό, τι γίνεται μετά; Πώς βλέπετε την κατάσταση ένα χρόνο μετά;
Ευ. Βενιζέλος: Πράγματι, ας προβάλουμε την κατάσταση στην Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα. Πρέπει να κλείσουμε τις συζητήσεις. Για να κλείσουμε τις συζητήσεις πρέπει να έχουμε ένα ολοκληρωμένο πακέτο. Δεν αρκεί να συμφωνήσουμε στα δημοσιονομικά μέτρα. Πρέπει να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους για να μπορεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκταμιεύσει το ποσό και να υποβάλλει και αυτό μια θετική εισήγηση στο Eurogroup προκειμένου να μην έχουμε αντιρρήσεις από εταίρους μας που είναι πάρα πολύ απαιτητικοί στα θέματα αυτά ακόμη κι αν είναι χώρες μικρές σε μέγεθος. Άρα πρέπει να έχουμε λύσει και τα θέματα της βιωσιμότητας του χρέους κι έχουμε πει πώς: Χωρίς να υπάρχουν ερωτήματα, όπως, «θα πληρώσει ο Γερμανός φορολογούμενος;». Όχι. «Χρειάζεται έγκριση από το ολλανδικό ή το φιλανδικό Κοινοβούλιο;» Όχι. Υπάρχουν τρόποι.
Πρέπει να εκταμιευθεί αμέσως όλη η δόση. Και τα 31,5 δισ. ευρώ. Είπα προηγουμένως, παραδόξως προεκλογικά πήραμε 75 δισ. ευρώ -έχουμε πάρει 150 δισ. ευρώ συνολικά από την αρχή του προγράμματος. Πρέπει να πάρουμε λοιπόν 31,5 δισ. ευρώ αμέσως. Τα 25 δισ. ευρώ αφορούν την ανακεφαλαιοποίηση και την εκκαθάριση των τραπεζών. Άρα μένουν 6,5 δισ. ευρώ για να πέσουν στην αγορά, στην πραγματική οικονομία ,στην καλύτερη περίπτωση.
Και είναι εντυπωσιακά αρνητικό για ένα κράτος στην κατάσταση που είναι η Ελλάδα να έχει δικές του ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την αγορά, προς μεγάλους κλάδους. Οι τράπεζες με την ανακεφαλαιοποίηση θα μπορέσουν να λειτουργήσουν διαφορετικά; Θα μπορούμε να έχουμε μια πιστωτική επέκταση πραγματική; Μπορεί να υπάρξουν νέα δάνεια;
Ξέρετε, για να υπάρξει ένα νέο δάνειο πρέπει να ζητηθεί. Για να ζητηθεί ένα δάνειο πρέπει να υπάρχει και επενδυτικό ενδιαφέρον, πρέπει να υπάρχει κάποιος που αναλαμβάνει ρίσκο. Γιατί επιχειρηματικότητα σημαίνει ρίσκο. Για ν' αναλάβει κάποιος επιχειρηματικό ρίσκο πρέπει να μειωθεί το country risk, το ρίσκο της χώρας. Άρα πρέπει να υπάρξει πολύ καθαρό μήνυμα ότι κάτι κινήθηκε, κάτι αλλάζει. Για ν' αλλάξει, πρέπει να πεισθούν οι αγορές, πρέπει να πεισθούν οι αναλυτές, πρέπει να πεισθούν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης ότι η Ελλάδα είναι οριστικά μέσα στο ευρώ, ότι η Ελλάδα είναι οριστικά μέσα στο πρόγραμμα, ότι στην Ελλάδα ανοίγει μια άλλη προοπτική.
Άρα, το επικοινωνιακό ζήτημα, η πολιτική ασφάλεια και σταθερότητα, η στήριξη των εταίρων μας, η εκταμίευση της δόσης, η βιωσιμότητα του χρέους, το κοινωνικό και αναπτυξιακό πακέτο για τα οποία μίλησα, η ριζικά διαφορετική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, η επαναφορά των τραπεζών στη χρηματοδότηση με φθηνό χρήμα από το Ευρωσύστημα και όχι με ακριβό χρήμα, από το ELA της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι στοιχειώδεις και θεμελιώδεις ταυτόχρονα προϋποθέσεις για ν' αλλάξει η κατάσταση. Έτσι θ' αλλάξει η κατάσταση.
Και μην ξεχνάτε ότι το επόμενο εξάμηνο είναι το εξάμηνο της εφαρμογής πολύ δύσκολων μέτρων. Έχουμε νέα μέτρα, έχουμε παλιά μέτρα που ωριμάζουν, έχουμε μια αγορά η οποία υφίσταται πρόβλημα ρευστότητας. Όλη η Ευρωζώνη έχει πρόβλημα ρευστότητας γιατί έχουν φύγει τ' αμερικάνικα και τ' ασιατικά κεφάλαια, αλλά εμείς εδώ έχουμε κι ένα τεχνητό πρόβλημα ρευστότητας που πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε.
Άρα λοιπόν πρέπει να κάνουμε μια σύνθετη προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα για ν' αλλάξει η κατάσταση. Η κατάσταση μπορεί ν' αλλάξει. Γιατί το μεγάλο πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας είναι ο ευέλικτος και σχετικά ανοιχτός χαρακτήρας της. Κινούμαστε σε τομείς όπου έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα που δεν έχουν βαριές δομές και μεγάλο βάρος. Έχουν βεβαίως αγκυλώσεις. Άρα, χρειάζεται πολιτική βούληση και νομοθετική παρέμβαση. Αλλά η αγορά μπορεί ν' αντιδράσει εύκολα ως αγορά.
Και άρα, πράγματι πιστεύω ότι θα μπορούσαμε από το β' εξάμηνο του 2013 να δούμε αλλαγή, πραγματική αλλαγή. Πραγματική αλλαγή σημαίνει να μη φοβάται ο άλλος για τη δουλειά του, ο άνεργος να ελπίζει ότι μπορεί να βρει δουλειά, ο μικρός και ο μεσαίος επιχειρηματίας - όπου βρίσκεται ο μεγάλος όγκος της απασχόλησης- να μπορεί να κινηθεί σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα και τ' ασφαλιστικά ταμεία.
Δεν είναι αυτό δύσκολο να γίνει. Αλλά χρειαζόμαστε πραγματικά μια ώθηση τώρα από τους εταίρους μας. Εάν η προσέγγιση των εταίρων μας είναι μια προσέγγιση πειθαρχικού χαρακτήρα -αυτό που είπα: ότι πρέπει σώνει και καλά να ολοκληρώσουμε το πρόγραμμα με μια προκυκλική προσέγγιση, όταν μας λένε ότι «όση και να είναι η ύφεση εσείς θα μειώνετε τα ελλείμματα και θα παίρνετε μέτρα δημοσιονομικής καταστολής»- ναι, τότε αυτό μπορεί να οδηγεί ξανά σε πρόβλημα.
Δηλαδή μπορεί μια μεγαλύτερη ύφεση από την προβλεφθείσα το 2013 να τινάξει πάλι το πρόγραμμα στον αέρα. Ήδη τώρα υπάρχουν διαφωνίες σε σχέση με την εκτίμηση της ύφεσης. Αυτό πρέπει να το ξεπεράσουμε οπωσδήποτε
Ερώτηση: Τι έχετε να πείτε με την εκτίμηση πολλών ειδικών για τις πιθανότητες να εγκαταλείψει η Ελλάδα την Ευρωζώνη;
Ευ. Βενιζέλος: Όλη αυτή η εκκρεμότητα είναι που υπονομεύει τα πράγματα. Η υπονόμευση είναι εισαγόμενη και αδικεί τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Όλοι είναι βέβαιοι ότι η Ελλάδα δεν έχει πετύχει στη δημοσιονομική προσαρμογή. Ξέρετε, η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας πριν από έναν περίπου μήνα, έθεσε σε κυκλοφορία μια μελέτη για το πώς εξελίχθηκαν τα προγράμματα προσαρμογής σε όλες τις χώρες, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία. Και σε χώρες που είναι μεταξύ προγράμματος και μη προγράμματος, όπως η Ισπανία και η Ιταλία.
Οι Ιρλανδοί αναλυτές δηλώνουν εντυπωσιασμένοι από αυτό που έγινε στην Ελλάδα. Έχουμε μηδενίσει το πρωτογενές έλλειμμα με όρους κυκλικά προσαρμοσμένους. Έχουμε λάβει μέτρα τα οποία, όπως είπα και προηγουμένως, ξεπερνάνε το 27% και θα φτάσουν το 35% σιγά-σιγά του ΑΕΠ, μέσα σε 3 χρόνια. Υπάρχουν θυσίες τεράστιες. Η ύφεση είναι ύφεση Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ύφεση μεγαλύτερη από την ύφεση του κραχ του 1929 στις ΗΠΑ. Οι αντοχές της εθνικής οικονομίας οφείλονται στην ευελιξία της, το γεγονός ότι σίγουρα λειτουργεί και η παραοικονομία η οποία καλύπτει κενά από τη φοβερή ύφεση των τελευταίων ετών.
Και έρχονται τώρα και λένε πάλι: Εάν δεν είστε on truck, μπορεί να μην είστε στο ευρώ. Και έρχονται και αναλυτές και λένε «ναι, δεν τελείωσε το θέμα, μπορεί να μη φύγει η Ελλάδα το 2012, αλλά ενδέχεται να φύγει το 2014, μπορεί οι πιθανότητες να μην είναι 80%, αλλά είναι 60%» και ούτω καθ' εξής.
Αυτό το παιχνίδι των πιθανοτήτων εξοντώνει την Ελλάδα, ταπεινώνει τους Έλληνες και φέρνει σε αδιέξοδο την Ευρωζώνη. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Και να σας πω τη δική μου πρόβλεψη; Επιγραμματικά και λίγο αξιωματικά: Δεν υπάρχει πρόβλημα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Μπορεί να υπάρχει πιθανότητα να διαλυθεί το ευρώ, αλλά πρόβλημα εξόδου της Ελλάδος δεν υπάρχει.
Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι η Ελλάδα να είναι μέσα στο ευρώ πραγματικά, να είναι με όρους ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Όχι να είναι στο ευρώ ως μια χώρα η οποία τελικά βρίσκεται σε διαρκή ύφεση και δε μπορεί ν' ανατάξει στην οικονομία της.
Άρα το πρόβλημα δεν είναι κατά κυριολεξία νομισματικό. Είναι πολύ πιο σύνθετο. Είναι πρόβλημα αναπτυξιακό, κοινωνικό και τελικά και δημοκρατικό, γιατί στην πραγματικότητα δοκιμάζεται η δημοκρατική και θεσμική αντοχή της χώρας.
Ερώτηση: Πόσο νομίζετε ότι μπορεί να αντέξει τη λιτότητα η κοινωνία; Υπάρχει η αίσθηση ότι ακόμα υπάρχουν πολλοί προνομιούχοι στην Ελλάδα που δεν συμμετέχουν στα βάρη. Πώς θα μπορέσουν να φορολογηθούν αυτοί; Μπορείτε να μας που βρισκόσαστε σε ό,τι αφορά αυτό το θέμα;
Ευ. Βενιζέλος: Κοιτάξτε η κοινωνία δεν αντέχει, είναι προφανές. Έχει ξεπεράσει τα όρια της αντοχής της, κάνει υπομονή, όπως είπα μια κοινωνία που θέλει από κάπου να πιαστεί, θέλει ένα φως, μια ελπίδα, μια βεβαιότητα. Και κρέμεται από τα χείλη των υπευθύνων, κρέμεται από τα χείλη της κας Μέρκελ, ή του κου Σόιμπλε, ή της κας Λαγκάρντ. Θέλει να ακούσει ένα θετικό μήνυμα. Και όταν λέω η κοινωνία, εννοώ η κοινωνία συνολικά. Από τον φτωχό άνθρωπο στο χωριό, τον νέο άνεργο, μέχρι τον επιχειρηματία ο οποίος θέλει να δει πού θα πάει το πράγμα και εάν θα βάλει μπροστά μια επένδυση ή όχι.
Άρα η κοινωνία βρίσκεται στα όρια της αντοχής της και σίγουρα έχουμε πρόβλημα συνοχής. Σίγουρα έχουμε πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Διότι πρέπει να πείσουμε ξανά την κοινωνία ότι τρεισήμισι μήνες μετά τις εκλογές πρέπει να κάνουμε δύσκολες επιλογές γιατί το πίσω είναι πολύ χειρότερο. Η αδράνεια είναι πολύ χειρότερη. Τώρα μόνο μια λύση υπάρχει: Να ολοκληρώσουμε την προσπάθεια. Αλλά να είναι ολοκληρωμένη, να έχει σχέδιο. Αυτό που κάνουμε και που έχει τεράστιο πολιτικό και συναισθηματικό κόστος, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι θα αποδώσει.
Τώρα, υπάρχουν τα προβλήματα των μεγάλων αδικιών με κορυφαίο το πρόβλημα της φοροδιαφυγής; Προφανώς και υπάρχει το πρόβλημα. Είμαστε μια χώρα όπου μόνο 110.000 άνθρωποι δηλώνουν εισόδημα άνω των 50.000 ευρώ. Μόνο 25.000 άνθρωποι δηλώνουν εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ. Μόνο 47 άνθρωποι δηλώνουν εισόδημα άνω των 250.000 ευρώ.
Υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες αφορούν, ας πούμε, την Ελλάδα του καλοκαιριού. Όχι τις κατά κυριολεξία μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις, αλλά όλο το δίκτυο της τουριστικής βιομηχανίας με την ευρεία έννοια του όρου, όπου μπορεί να έχουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό επίσημης οικονομίας και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό παραοικονομίας.
Η κορυφαία κίνηση που έγινε όσο ήμουν στο Υπουργείο Οικονομικών -κορυφαία κίνηση την οποία κανείς δεν έχει προσέξει όσο πρέπει- είναι την νομοθέτηση, με το πρώτο νομοθέτημα που εισηγήθηκα ως Υπουργός Οικονομικών στις 29 Ιουνίου 2011, της απόλυτης άρσης του τραπεζικού απορρήτου. Στην Ελλάδα δεν ισχύει κανένα τραπεζικό απόρρητο. Άρα είναι εφικτές όλες οι διασταυρώσεις μεταξύ καταθέσεων, ακίνητης περιουσίας, δηλουμένου εισοδήματος. Έφυγαν από την Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια από τις τράπεζες 75 δισ. ευρώ.
Ερώτηση: Το ερώτημα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο μετά τη δημοσιοποίηση του ζητήματος της λίστας Λαγκάρντ.
Ευ. Βενιζέλος: Τα 20 δισ. ευρώ έφυγαν στο εξωτερικό και όχι κατά προτίμηση στην Ελβετία. Μα οι κατάλογοι αυτών που είχαν αδικαιολόγητα ποσά με βάση τα εισοδήματά τους στο εξωτερικό είναι ήδη προς έλεγχο και είναι σταλμένοι στη Βουλή από το καλοκαίρι του 2011.
Έχουμε συσσωρευμένες οφειλές προς το Δημόσιο 52 δισ. ευρώ. Απ' αυτά τα 52 δισ. ευρώ, τα 42 δισ. ευρώ είναι οφειλές 8.000 φυσικών και νομικών προσώπων. Και αυτός ο κατάλογος είναι στα χέρια των υπηρεσιών και της Βουλής από το 2011.
Αυτό που συνέβη μ' αυτό που στην Ελλάδα λέγεται λίστα Λαγκάρντ είναι ο απόλυτος παραλογισμός. Επρόκειτο για μια ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κυβερνήσεων με τη μεσολάβηση των μυστικών υπηρεσιών, διότι η Γαλλία δεν μπορούσε να ενημερώσει την Ελλάδα για πληροφορίες που είχαν υποκλαπει από την Ελβετία. Η ίδια η Γαλλία αναγκάστηκε να επιστρέψει τις πληροφορίες αυτές στην Ελβετία .
Το Γαλλικό Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις πράξεις των φορολογικών αρχών της Γαλλίας που βασιζόντουσαν στις πληροφορίες αυτές. Και όταν το θέμα έφθασε σε μένα μέσω της αρμόδιας υπηρεσίας η εντολή που έδωσα ήταν πολύ καθαρή: Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το υλικό αυτό ως νόμιμη απόδειξη, ή ως νόμιμο αρχείο, αλλά μπορούμε ν' αντλήσουμε πληροφορίες, όπως αντλούμε πληροφορίες από οποιοδήποτε ανώνυμο τηλεφώνημα ή ανώνυμο γράμμα.
Αυτό όμως αφορά πολύ λίγα ποσά. Αφορά ποσά τα οποία είναι πάρα πολύ μικρά σε σχέση με τον όγκο των ποσών που σας λέω. Εάν έχεις φοροδιαφυγή, την έχεις στα 260 δισ. ευρώ που ήταν κατατεθειμένα στην Ελλάδα και από τα οποία 70 δισ. ευρώ έφυγαν από τις τράπεζες. Άρα να η πρώτη προτεραιότητα. Την έχεις στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Την έχεις στη λίστα των ακινήτων που αγόρασαν Έλληνες στο Λονδίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.