Πάσχα ιερόν, μέρες γιορτινές, το Θείο
δράμα κορυφώνεται και ο λαός συρρέει
στους ναούς προσπαθώντας να αντιληφθεί
έστω και για λίγο το μαρτύριο του
Θεανθρώπου. Ο καθένας κουβαλά τον σταυρό
του προσωπικού του μαρτυρίου, κάποιοι
φανερά, κάποιοι κρυφά και άλλοι που δεν
έχουν ακόμη νοιώσει το βάρος του. Και
μέσα σε όλους αυτούς προσπαθείς να
τοποθετήσεις τον εαυτό σου. Να βρεις κι
εσύ μια γωνιά να προσευχηθείς. Να
προσευχηθείς μέσα σε μια ατμόσφαιρα
κατανυκτική, να προσευχηθείς σα να είσαι
μόνος απέναντι στο Θεό. Να προσευχηθείς
ικετήρια, παρακλητικά, ευχαριστήρια.
Να προσευχηθείς απελπισμένα. Να
προσευχηθείς…
Κι
όμως είναι εκείνες οι στιγμές που τελείως
πειρασμικά ανασηκώνεις το βλέμμα και
με μια κλεφτή ματιά αναρωτιέσαι «άραγε
τι να σκέφτεται όλος αυτός ο κόσμος;».
Άντρες γυναίκες και παιδιά, όλοι γνωστοί
μα και τόσο άγνωστοι. Κάποιοι δείχνουν
να παρακολουθούν τη λατρευτική ακολουθία,
κάποιοι παρατηρούν τριγύρω, κάποιοι
απλά παρευρίσκονται επειδή πρέπει,
άλλοι με σκυμμένο κεφάλι και άλλοι με
δάκρυα στα μάτια. Και είναι τότε ακριβώς
που νοιώθεις προνομιούχος και μπαίνεις
στο ιερό του ναού, εκεί που μεγάλωσες
παρατηρώντας όλα εκείνα που οι άλλοι
δεν μπορούν. Δίπλα στον ιερέα που σου
γνώρισε όλα όσα γίνονται πριν, κατά τη
διάρκεια και μετά τις ακολουθίες, όλα
εκείνα που κανονικά θα πρέπει να γνωρίζει
μόνο ο κλήρος. Είναι εκείνα τα λεπτά που
παρατηρείς το σώμα του Εσταυρωμένου,
σκεπασμένο με τη σινδόνη τόσο ήρεμα να
ακουμπά πίσω από την Αγία Τράπεζα και
ο νους σου μοιάζει κενός. Λίγες ώρες
πριν στην αποκαθήλωση με τα χέρια
βουτηγμένα στο μύρο, εντελώς τελετουργικά
έμπαινες στη θέση του από Αριμαθαίας
Ιωσήφ. Τι πνευματικό βάρος αλήθεια…
Δεν ξέρεις τι να σκεφτείς, μα παράλληλα
δεν μπορείς να πάρεις και το βλέμμα σου
από πάνω Του.
Μόνο
αργότερα μια σπίθα από την ακοίμητη
καντήλα της Αγίας Τράπεζας σε ξυπνά σαν
από λήθαργο. Και τότε η ματιά σου ταξιδεύει
στις αγιογραφίες που από μικρός
παρατηρούσες και αποστήθιζες θέσεις
και ονόματα. Και κάτι σε παρακινεί και
πάλι, όπως όταν ήσουν παιδί, να περιπλανηθείς
σε έναν ναό, που κάθε του γωνιά έχει να
σου διηγηθεί το δικό της παραμύθι,
κομμάτι της τεράστιας ζωντανής ιστορίας
μιας εκκλησίας - στολίδι για το Λιτόχωρο.
Τα βήματά σου σε ανεβάζουν αργά στον
γυναικωνίτη με τις πολυάριθμες φορητές
εικόνες. Εκεί μέσα στις σκιές βλέπεις
μια μορφή να στέκει ήρεμα, διακριτικά,
υπομονετικά. Είναι ο Νυμφίος που πήρε
τη θέση του και τόσο συγκαταβατικά θα
παρακολουθεί από εκεί μέχρι την επόμενη
Κυριακή των Βαΐων.
Εκεί λοιπόν, από ψηλά παρατηρείς το
μεγαλείο του ναού και ευθύς ένα πρωτόγνωρο
δέος σε καταλαμβάνει. Σκέψεις και εικόνες
διατρέχουν το μυαλό σου και διαπιστώνεις
πόσο μικρός και ανάξιος είσαι. Κόκκος
άμμου στον πυθμένα ενός ωκεανού. Μα
ακόμη κι έτσι, ο Χριστός θα βρει μια
γωνιά να φωλιάσει στην καρδιά σου, όπως
εσύ θα βρεις τη γωνιά σου στον οίκο Του
για να προσευχηθείς. Στην ενορία του
Αγίου Δημητρίου, σύμφωνα με την παράδοση,
πριν ο ιερέας “μοιράσει” το Άγιο Φως
στους πιστούς λέει το εξής: «Ιησούν
ζητείτε τον Ναζαρηνόν, τον Εσταυρωμένον;
Ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη. Ίδε ο τόπος
όπου έθηκαν αυτόν». Για μένα αυτά τα
λόγια σου δείχνουν τον τρόπο να βρεις
τον Χριστό. Δεν χρειάζεται να τον ψάξεις
σε κανένα κενοτάφιο, σε κανένα μνημείο,
πουθενά μακριά σου. Πρέπει να αναζητήσεις
τον ζώντα Χριστό δίπλα σου, στα ορθάνοιχτα
μάτια του μωρού που παρατηρεί τα πάντα
γύρω του, στην αγωνία των παιδιών να
μπουν στο ιερό, στα δάκρυα του ηλικιωμένου
που αντικρίζει τον Σταυρό, στις τρεμάμενες
καρδιές όσων περνούν κάτω από τον
Επιτάφιο, στο χαμόγελο που θέλοντας και
μη θα σχηματιστεί στα χείλη σου όταν
ακούσεις το «Χριστός Ανέστη».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.