Ένας τίτλος τραγουδιού και ένα μεγάλο όνομα: μια σχέση
«δούναι λαβείν» πολλών ετών και η βραδιά ένα δείγμα της σοδειάς της πολυετούς
αυτής σχέσης. Η συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου προσέφερε μοναδική απόλαυση,
καθώς το κοινό είχε την ευτυχία να σιγοτραγουδήσει με τους ερμηνευτές τραγούδια
αγαπημένα, από τα βάθη της καρδιάς ξανά βγαλμένα.
«Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού» στίχος από το εναρκτήριο της
συναυλίας τραγούδι, με τόσο πάθος ερμηνευμένο. Και τα επόμενα
θύμισαν τη συνεργασία του μεγάλου συνθέτη με τον αλησμόνητο Νίκο Ξυλούρη:
«Αυτόν τον κόσμο τον καλό τον χιλιομπαλωμένο» και «Πώς να σωπάσω μέσα μου την
ομορφιά του κόσμου; Ο ουρανός δικός μου η θάλασσα στα μέτρα μου. Πώς να με
κάνουν να τον δω τον ήλιο μ’ άλλα μάτια; Στα ηλιοσκαλοπάτια μ’ έμαθε η μάνα μου
να ζω...».
Τραγούδια που βγάζουνε αγάπη και πόθο για ζωή και πόνο από
τη ζωή! Γιατί «Έβαλε ο Θεός σημάδι παλληκάρι στα Σφακιά κι η μανούλα του στον
Άδη τράβηξε μια χαρακιά». Και ύστερα άρχισαν όλοι να τραγουδούν στον σκοπό της
«μικροπαντρεμένης»: «Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό μια όμορφη κυρά
αρχόντισσα να σε χαρώ… μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή…». Και ο Ξαρχάκος που
ξέρει από τόνο και ρυθμό άναψε τα αίματα με το «Γεια σου χαρά σου Βενετιά πήρα
τους δρόμους του νοτιά και τραγουδώ στην κουπαστή σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί…
να δω στην Κρήτη μια κορφή που έχω μανούλα κι αδελφή» και με τ’ αμίλητα παιδιά:
«Γυρνάν αμίλητα παιδιά σε τούτο το μπαξέ ντουνιά, σαν πικραμένα σύννεφα, σαν
άστρα παγωμένα».
Και τότε έστησε ο έρωτας χορό στα φυλλοκάρδια των θεατών,
καθώς με την αύρα της καλοκαιρινής νυχτιάς τα χείλη γέμισαν με αγάπη: «Ένα
πρωινό η Παναγιά μου θα ‘ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά. Πόσο σ’ αγαπώ κανείς
δεν ξέρει κι αν θα μ’ αγαπάς, μικρό μου ταίρι καλοκαιρινό, σ’ αγαπώ» και «Ποιος
ταξιδεύει στα μάτια σου και ποιος ξαγρυπνά στο κορμί σου! Μάτια μπλε στα μεγάλα
ταξίδια σου θα ‘μαι εδώ θα ‘μαι πάντα μαζί σου».
Και ακολούθησαν στίχοι «πονεμένοι», στίχοι που γνωρίζαμε από
τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού: «Του ήλιου σβήστηκε το φως, εχάθη το φεγγάρι και
πάει το παλληκάρι καημός και πόθος μου κρυφός. Πέτρα την πέτρα περπατώ το αίμα
του ανασαίνω και πια δεν περιμένω, μου σκότωσαν τόν π’ αγαπώ», για να
απαντήσουν οι στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Και τώρα πώς να σταματήσω τα
ρολόγια και πώς να κάνω τον ήλιο να μην βγει και πώς να μην τελειώσει ετούτη η
νύχτα» και εκείνοι του Βαγγέλη Γκούφα «Στα μάτια παίζει τ’ άστρο της αυγής, ο
ήλιος πλένει τ’ όνειρο της γης, πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ κουράστηκε και
πάει να κοιμηθεί», όταν το τραγουδούσε με τόση ζέση η Μελίνα Μερκούρη.
Και ύστερα ήρθε γλυκιά, μελαγχολική και γεμάτη πόνο η φωνή
του Σταμάτη Κόκοτα «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω, με τι καρδιά τραγούδι να
σου πω! Στον ουρανό με τ’ όνειρο θα ζήσω, στον ουρανό σαν άστρο θα χαθώ». Και
το κοινό μαζεύτηκε και χαμηλοτραγούδησε, και ένιωσε την ανάγκη να βρεθεί σε μια
ζεστή αγκαλιά, γιατί ένιωσε πώς «Σβήνουν κι ανάβουν οι φωτιές, πέφτει θολό το
βράδυ, ορφανεμένες οι καρδιές, καντήλια δίχως λάδι». Πόσο ξέρει ο Ξαρχάκος να
μας μιλά με στίχους! Και διάλεξε εδώ τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου «Είν’
αρρώστια τα τραγούδια που αγαπάς να λέω… τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά»
και του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο
στην ανηφοριά» και του Νίκου Γκάτσου «Πρωτομαγιά με το σουγιά χαράξαν το
φεγγίτη και μια βραδιά σαν τα θεριά σε πήραν απ’ το σπίτι».
Και πάλι ο έρωτας με τον πόνο συντροφιά σε στίχους του
Ιάκωβου Καμπανέλλη που παράκληση εκφράζουν «Πάμε κι εμείς στην αυλή του
φθινοπώρου πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού, πάμε κι εμείς στα
παιδιά που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού…
Δυο παιδιά ερωτευμένα δυο παιδιά του χαμού».
Και για να ζωντανέψει το κοινό, ένα τραγούδι από τον
ελληνικό κινηματογράφο, που θύμισε τη φωνή της Αλίκης Βουγιουκλάκη, «ζήτησε»
σαν όργανο κρουστό τα παλαμάκια των θεατών: «Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη σ’ έχω
σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι, Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη μην κοροϊδεύεις κι
έχω γίνει πια ξεφτέρι».
Και μετά πάλι Νίκος Γκάτσος και το τραγούδι να θυμίζει τη
φωνή του Σταμάτη Κόκοτα και πάλι «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, άπονοι
ληστές κάναν τις πέτρες τις ζεστές λημέρι».
Η συναυλία κόντευε να φτάσει στο τέλος της. Ο μεγάλος
συνθέτης με τους ερμηνευτές αποχωρούν από τη σκηνή και εισέρχονται ξανά. Το
κοινό τους καταχειροκροτεί. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Αλλά, το πρόγραμμα δεν
είχε φτάσει ακόμα στο τέλος του. Ακολουθούν άλλα πέντε τραγούδια, το ένα
καλύτερο από το άλλο, το ένα πιο αγαπημένο από το άλλο:
Σαν μια καλή συμβουλή το πρώτο «Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο
στη ζωή μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ
πρωί γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ», μια διαπίστωση - αιτιολογία
– απάντηση το επόμενο «Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη μας αδίκησες,
ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ μας κυνήγησες», το ίδιο και το
επόμενο «Μαύρος βαρύς ο ουρανός απόψε που ’ρθες να με βρεις, είναι μεγάλος ο
καημός, να τον αντέξεις δεν μπορείς», αλλά το προτελευταίο μιλά για
συμπαράσταση, υπομονή και κουράγιο «Κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο, είπα να
σκοτωθώ μα τον άγιο, μα έκανα υπομονή και κουράγιο κι ήρθα κρυφά τον παλιό μου
καημό να σου πω», για να φτάσει στο ΤΕΛΟΣ με την πιο επίκαιρη προτροπή, την
υπομονή και την αισιοδοξία: «Γειτονιά ο δρόμος σου στενός παγωνιά και γκρίζος
ουρανός. Κάντ' υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός κάντ' υπομονή μια
λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά».
Πώς ήταν δυνατό να μην απολαύσει το κοινό την Κυριακή το
βράδυ τη συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου και να μην τον καταχειροκροτήσει! Είναι
αυτό που είπε ο ίδιος για τη δουλειά του: «...Δεν μπορώ να βρω άλλους τρόπους
έκφρασης και επικοινωνίας παρά μόνο μέσα από την μουσική και την
ποίηση. Οι συναυλίες είναι μια απευθείας επαφή με τον κόσμο που γνωρίζει
και θέλει να αποσπαστεί από το καθεστώς της ιδιωτείας που του έχουν
επιβάλλει και τον κρατά εγκλωβισμένο μακριά από τα προβλήματα της κοινωνικής
συλλογικότητας, τις τέχνες και τον πολιτισμό.
Τα τραγούδια της συναυλίας παραπέμπουν σε εικόνες, σε
πρόσωπα, σε κείμενα και σε πάθη μιας ατελείωτης Μεγάλης Εβδομάδας του ελληνικού
λαού...Η θάλασσα, το ελληνικό φως και η μουσική φέρνουν ελπίδες. Χρέος
μας είναι τις ελπίδες να τις επενδύσουμε με φαντασία και με όνειρα που θα τα
κάνουμε πράξη για να ξαναβρούμε την πατρίδα που χάσαμε».
Τον ευχαριστούμε πολύ!
*Η συναυλία δόθηκε στο αρχαίο θέατρο του Δίου στις 27
Ιουλίου 2014
Ευαγγελία Ράπτου - Δρ. Παν. Αιγαίου, Εκπαιδευτικός
ΦΩΤΟ:
Η φωτογραφία είναι του Σταύρου Τσιλιγκιρίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.